- τσικουράτος
- -η, -ο, Νβλ. τσεκουράτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσικουράτος — η, ο βλ. τσεκουράτος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] … Dictionary of Greek
τσεκουράτος — τσεκουράτος, η, ο και τσικουράτος, η, ο επίρρ. α 1. που είναι κοφτερός σαν τσεκούρι. 2. μτφ., δριμύς, δηκτικός, που χτυπάει σαν καταπέλτης: Τσεκουράτα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)